- αναπλάσμωση
- (Κτηνιατρ.)αρρώστια λοιμώδης και μεταδοτική τών βοοειδών που οφείλεται στην παρουσία μέσα στα ερυθρά αιμοσφαίρια τών ζώων ενός ειδικού αιμοπαρασίτου που ονομάζεται Ανάπλασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < anaplasmosis, νεολατιν. επιστημον. όρος < νεολατιν. anaplasma (πρβλ. ανάπλασμα) + νεολατιν. κατάλ. -osis (πρβλ. -ωση)].
Dictionary of Greek. 2013.